Και θυμάται μέρες που θα ήθελε για πάντα να ξεχάσει.
Το χειρότερο πράγμα που έζησα όμως στην Αμυγδαλέζα δεν ήταν ούτε το φαγητό ούτε το μπάνιο, ήταν οι φύλακες. Οι περισσότεροι ήταν πολύ νέα παιδιά που ακόμη δεν είχαν μάθει να προσέχουν τον εαυτό τους και τους είχαν βάλει να προσέχουν ανθρώπους, ταλαιπωρημένους, καταπιεσμένους και σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση. Η βία ήταν ένα συχνό φαινόμενο και η σωματική και η ψυχολογική. Μας έβαζαν τιμωρίες, θυμάμαι, έτσι το έλεγαν. Αν κάναμε κάτι που κατά την άποψή τους ήταν ενοχλητικό – όπως το να παραπονεθούμε για κάτι, ή να μιλήσουμε πιο δυνατά, ή να ζητήσουμε κάτι που δικαιούμασταν – μας έκλειναν τις τουαλέτες, το νερό, το μπάνιο και δεν μπορούσε να πάει κανείς.
ΚΕΙΜΕΝΟ Μαρίνα Πετρίδου
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ Elizabeth Rovit
01.03.2015
http://grekamag.gr/48949/
Σήμερα η Βαλέρια είναι 32 χρονών. Σε ηλικία 20χρονών ήρθε από την Μολδαβία στην Ελλάδα γιατί ονειρευόταν να δει τον κόσμο, να ταξιδέψει και να γνωρίσει πολλούς ανθρώπους. Ήρθε παράνομα, γιατί τότε δεν υπήρχε άλλος τρόπος να φύγει από την χώρα της. Τελικά τα κατάφερε και σήμερα ζει νόμιμα και μόνιμα στην Ελλάδα. Πέρασε πολλές περιπέτειες μέχρι να καταφέρει να ζήσει μία φυσιολογική ζωή. Στο διάστημα που περίμενε για την νομιμοποίησή της συνελήφθη από τις αρχές και κρατήθηκε για ένα μήνα στα κρατητήρια της Αμυγδαλέζας. Συναντήσαμε την Βαλέρια στο σπίτι της και μας μίλησε για την πολύ άσχημη εμπειρία της στα κρατητήρια μεταναστών, για τις δυσκολίες που πέρασε και πώς τελικά κατάφερε να τις ξεπεράσει.
«Στα 20 μου ήμουν φοιτήτρια στην Μολδαβία, αλλά παράτησα τις σπουδές μου κάπου στη μέση γιατί ήθελα να φύγω. Ήθελα να ταξιδέψω και να δω τον κόσμο. Δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι δεν μπορούσα να το κάνω εξαιτίας μιας βίζας. Ήμουν πάντα πολύ ανεξάρτητη και εκείνον τον καιρό είχα ακούσει ότι άνθρωποι έφευγαν από την χώρα με τα πόδια μέσω της Βουλγαρίας και κατέληγαν στην Ελλάδα. Αποφάσισα να το κάνω και εγώ. Σκοπός μου ήταν να περάσω τα σύνορα και μετά κάπως θα βολευόμουν. Δεν είχα ιδέα πόσο επικίνδυνο ήταν και ήμουν πολύ τυχερή. Διασχίσαμε τα βουνά της Βουλγαρίας – μας συνόδευαν άνθρωποι από τον βουλγαρικό στρατό, έπαιρναν λεφτά για αυτό – μας πήρε δύο μέρες μέσα στο κρύο, στις λάσπες και στα χιόνια, αλλά χωρίς απρόοπτα. Αργότερα άκουσα για άλλα περιστατικά, άνθρωποι έκαναν εβδομάδες ολόκληρες και κάποιοι πέθαναν στην πορεία από το κρύο.
Όταν έφτασα στην Ελλάδα έκανα αμέσως τα χαρτιά μου για να καταφέρω νομιμοποιηθώ. Διάφοροι δικηγόροι που συνεργαζόμουν τότε μου έδιναν τη μία αναβολή μετά την άλλη. Έτσι ήταν όμως οι δικηγόροι που ασχολούνταν με αλλοδαπούς και θέματα νομιμοποίησης, εκμεταλλεύονταν την κατάσταση, κοίταζαν να γεμίσουν το πορτοφόλι τους και να εξαφανιστούν. Στο τέλος βρήκα άκρη. Μία νεαρή δικηγόρο που ήταν αρχάρια και είχε όρεξη να τρέξει. Κι εγώ εργαζόμουν και είχα ένσημα. Έδωσα πολλά λεφτά μέχρι να νομιμοποιηθώ, για να εξαγοράσω την ποινή μου και χίλια δυο άλλα – παρόλο που ήμουν άνθρωπος από τρίτη χώρα, τα πρόστιμα ήταν ίδια για όλους. Σου ζητάνε πολλά και δεν σου δίνουν τη δυνατότητα να ζήσεις μία φυσιολογική ζωή, σε κυνηγάνε σαν να είσαι κάποιος εγκληματίας. Πριν προλάβω να νομιμοποιηθώ, με πιάσανε. Ήταν ένα τυπικός έλεγχος στον δρόμο».
Τα κρατητήρια μεταναστών της Αμυγδαλέζας άρχισαν να λειτουργούν το 2001 ως κρατητήρια αλλοδαπών γυναικών. Στοιχεία και μαρτυρίες για τις άσχημες συνθήκες και για την παράνομη κράτηση γυναικών και ανήλικων παιδιών, έβγαιναν κάθε τόσο στην επικαιρότητα χωρίς ποτέ να αλλάζει κάτι στην ουσία. Το 2012 τα κρατητήρια ανακαινίστηκαν και επαναλειτούργησαν στο πλαίσιο της μεταναστευτικής πολιτικής της τότε κυβέρνησης που υποστήριζε ότι πρόκειται για ένα από τα πιο σύγχρονα κέντρα φιλοξενίας παράνομων μεταναστών στην Ευρώπη. Αυτές τις μέρες βγαίνουν πάλι στην επικαιρότητα μαρτυρίες και εικόνες για τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης των μεταναστών και από ότι φαίνεται δεν έχουν αλλάξει πολλά.
«Στην Αμυγδαλέζα μπήκα το καλοκαίρι του 2004, την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων», λέει η Βαλέρια. «Θυμάμαι μου είχε κάνει εντύπωση ότι οι τοίχοι ήταν πολλοί καθαροί. Οι κοπέλες που ήταν ήδη εκεί μου είπαν ότι την προηγούμενη είχε έρθει συνεργείο μέσα στη νύχτα για να βάψει, γιατί περίμεναν έλεγχο. Έβαφαν όμως με τους ανθρώπους να είναι μέσα και να αναγκάζονται να εισπνέουν τις αναθυμιάσεις. Δεν υπήρχαν παράθυρα, παρά μόνο λωρίδες τζαμιών κατά μήκος του ταβανιού. Ήταν μια κοπέλα που δεν άντεχε με τίποτα την μυρωδιά από τις μπογιές, πέταγε πράγματα στο τζάμι και μετά από πολύ προσπάθεια κατάφερε να το σπάσει σε ένα σημείο.
Οι συνθήκες στο κρατητήριο της Αμυγδαλέζας ήταν πολύ κακές και δύσκολες. Αλλά αυτό είναι κάτι που συμβαίνει σε όλα τα κρατητήρια. Η τροφή ήταν άθλια, μας έδιναν το ίδιο φαγητό συνέχεια. Ήταν ένα ρύζι που μόνο που το κοίταζες σε αηδίαζε, εντελώς άνοστο. Ήταν αποφάγια εστιατορίων από ό,τι είχα ακούσει. Και επειδή κανείς δεν το έτρωγε, το έφερναν σε εμάς και την επόμενη -ήταν καλοκαίρι τότε- δεν ρισκάραμε να το φάμε. Καμιά φορά μας έφερναν πορτοκάλια, τα περισσότερα σάπια και σκοτωνόμασταν για το ποια θα βρει το καλό, ήταν κάπως σαν γιορτή. Ερχόταν και ένας περιπτεράς, πούλαγε τσιγάρα, τηλεκάρτες, σερβιέτες, οτιδήποτε χρειαζόμασταν του το παραγγέλναμε. Η συναλλαγή γινόταν πίσω από τα κάγκελα στην διπλή τιμή. Αν δεν είχες λεφτά δεν είχες καμία επιλογή.
Το νερό το παίρναμε από δύο μικρούς νιπτήρες, εκεί πλέναμε τα πάντα, ρούχα, πετσέτες σεντόνια. Είχε πολύ κόσμο. Υπήρχε περίοδος που είχε και πάνω από εκατό γυναίκες μπορεί και διακόσιες, άλλες έμπαιναν άλλες έβγαιναν. Είχε μόνο ένα ντους και δύο τούρκικες τουαλέτες. Εννοείται πάντα υπήρχαν ουρές σε όλα αυτά, με φασαρίες και εκνευρισμό. Ο χώρος μού θύμιζε ένα πέτρινο τροχόσπιτο. Ήταν σαν ένα κιβώτιο με ψηλοτάβανα δωμάτια, με πέτρινα κρεβάτια, που ποτέ δεν έφταναν για όλους και ο κόσμος κοιμότανε όπου έβρισκε. Οι καλές μέρες ήταν όταν αποχωρούσαν πολλές μαζί και τρέχαμε να προλάβουμε να πιάσουμε κρεβάτι», λέει και χαμογελάει.
«Το χειρότερο πράγμα που έζησα όμως στην Αμυγδαλέζα δεν ήταν ούτε το φαγητό ούτε το μπάνιο, ήταν οι φύλακες. Οι περισσότεροι ήταν πολύ νέα παιδιά που ακόμη δεν είχαν μάθει να προσέχουν τον εαυτό τους και τους είχαν βάλει να προσέχουν ανθρώπους, ταλαιπωρημένους, καταπιεσμένους και σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση. Η βία ήταν ένα συχνό φαινόμενο και η σωματική και η ψυχολογική. Μας έβαζαν τιμωρίες, θυμάμαι, έτσι το έλεγαν. Αν κάναμε κάτι που κατά την άποψή τους ήταν ενοχλητικό – όπως το να παραπονεθούμε για κάτι, ή να μιλήσουμε πιο δυνατά, ή να ζητήσουμε κάτι που δικαιούμασταν – μας έκλειναν τις τουαλέτες, το νερό, το μπάνιο και δεν μπορούσε να πάει κανείς. Μπορεί να μην μας άφηναν ακόμη και να βγούμε στον προαύλιο χώρο και ήταν ο μόνος τρόπος για να αναπνεύσουμε λίγο καθαρό αέρα. Κουβαλούσαν πολλά κόμπλεξ αυτά τα παιδιά και εκμεταλλευόντουσαν την εξουσία τους για να μας κάνουν την ζωή δύσκολη. Το χειρότερο από όλα ήταν όταν μας έκοβαν το μοναδικό καρτοτηλέφωνο που υπήρχε και χάναμε εξολοκλήρου την επαφή με τον έξω κόσμο. Υπήρχαν μέρες που δεν μπορούσαμε να πάρουμε ούτε τους γονείς μας, ούτε τους δικηγόρους μας, κανέναν. Μην ξεχνάς ότι τα κρατητήρια της Αμυγδαλέζας δεν είναι φυλακές αλλά ένα προσωρινό κέντρο κράτησης μεταναστών. Εκεί όλοι αναμένουν αποφάσεις δικαστηρίων και όλοι κρέμονται από ένα τηλεφώνημα για να μάθουν τι θα γίνει. Μόνο αν υπήρχε κάποιος δικηγόρος με πολύ θέληση μπορούσε να παρέμβει. Αλλά και αυτό το καρτοτηλέφωνο μπορούσες να το χρησιμοποιήσεις μόνο αν είχες πάνω σου λεφτά και μπορούσες να αγοράσεις τηλεκάρτα. Αλλιώς ήσουν παρατημένος εκεί στο έλεος στου θεού και οι δικοί σου μπορεί να μην ήξεραν καν που βρισκόσουν.
Βρίσκαμε προφυλακτικά στις τουαλέτες νωρίς το πρωί, και, αν και δεν μου έτυχε, ήταν φανερό ότι οι φύλακες ζήταγαν σεξουαλικά ανταλλάγματα για να κάνουν χάρες. Υπήρχαν κοπέλες που ήταν εξαθλιωμένες και δεν είχαν άλλη επιλογή.
Είχε έγκυες κοπέλες που κρατούνταν στις άθλιες συνθήκες. Δεν θα ξεχάσω ποτέ μία κοπέλα που πρέπει να ήταν στον έκτο μήνα, και διαφώνησε με μία από τους φύλακες. Μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση ότι αυτή η φύλακας ήταν νέα και πάρα πολύ όμορφη, αναρωτιόμουν για ποιο λόγο έκανε αυτή τη δουλειά. Είχε πετύχει την έγκυο κοπέλα μπροστά της και φαινόταν ότι ψαχνόταν για καυγά, την έβρισε, την είπε πουτάνα – για αυτούς ήμασταν όλες πουτάνες, βέβαια – και η έγκυος κοπέλα της αντιμίλησε, η φύλακας βρήκε ευκαιρία για να ξεσπάσει. Άρχισε να την πλακώνει στο ξύλο με ένα γκλομπ, η κοπέλα έπεσε κάτω, μετά ήρθαν και άλλοι φύλακες και την χτυπούσαν κι αυτοί μέχρι που άρχισε να αιμορραγεί και κάποια από τις άλλες κοπέλες άρχισε να φωνάζει, σταμάτησαν και την πήγαν στον ιατρό. Δεν ξέρω τι απέγινε αυτή η κοπέλα, δεν την ξαναείδα. Βέβαια, δεν ήταν όλοι οι φύλακες ίδιοι. Υπήρχαν και κάποιοι πιο μεγάλοι σε ηλικία, πιο έμπειροι, που ήταν καλοί επαγγελματίες και βοηθούσαν όσο μπορούσαν, ήταν ανάλογα την βάρδια.
Ακόμα και κάτω από αυτές τις συνθήκες εγώ έψαχνα να βρω το θετικό. Όταν μπήκα εκεί μέσα το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να βρω μια γωνιά και να κρυφτώ για να μην βλέπω κανέναν και να μην με βλέπει κανείς. Κοιμόμουν νωρίς και ξυπνούσα αργά μέχρι που συνειδητοποίησα τι συνέβαινε γύρω μου. Σιγά-σιγά προσαρμόστηκα. Ήμασταν όλες σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση λόγω του εγκλεισμού και της αναμονής. Τη μία μέρα μπορεί να σκοτωνόμασταν και την άλλη να αγκαλιαζόμασταν. Είχα δημιουργήσει στο μυαλό μου το σενάριο ότι είμαι σε μία κατασκήνωση με πολλά κοριτσάκια. Θυμάμαι τραγουδούσα μια μέρα κάπως δυνατά για να ξεχαστώ και μια άλλη κοπέλα μου έλεγε να σταματήσω γιατί θα μας έβαζαν τιμωρία. Εκεί γινόμασταν όλοι παιδιά αναγκαστικά για να μην φαγωθούμε μεταξύ μας και για να μην βγάλουμε τον χειρότερό μας εαυτό. Ήμασταν όλες δυναμικές και κρατιόμασταν. Θυμάμαι ρίχναμε τα χαρτιά η μία στην άλλη και όλες ήθελαν να μάθουν πότε θα βγούνε και λέγαμε «μεγάλη πόρτα σου βγαίνει» και κάτι τέτοια. Έκανα φίλους εκεί αλλά ήταν μια παράξενη φιλία γιατί δεν κράτησα επαφές με κανέναν, κανείς δεν κρατάει. Όταν βγήκα είχα ένα πολύ παράξενο συναίσθημα σαν να μου έλειπε κάπως αυτή η κατάσταση. Ίσως γιατί ήρθα πολύ κοντά με ανθρώπους που περνάγαμε όλοι δύσκολα. Στα δύσκολα όλα φαίνονται πιο ξεκάθαρα. Έμεινα στην Αμυγδαλέζα για ένα μήνα και ήταν σαν να έβλεπα ένα σίριαλ. Κάθε μέρα που ξυπνούσα γινόταν και κάτι άλλο, κάθε μέρα γνώριζα πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους, ο καθένας με διαφορετική ιστορία και ένιωθα ότι είχα βιώσει πολλές ζωές ταυτόχρονα. Έξω ήμαστε όλοι ψυχροί και καχύποπτοι ενώ εκεί μέσα ήταν έντονα τα πράγματα και αληθινά. Δεν είχε εγκληματίες στα κρατητήρια της Αμυγδαλέζας, ήμασταν όλοι άνθρωποι ταλαιπωρημένοι, οικογενειάρχες, μανάδες, όλες νορμάλ κοπέλες, το μόνο έγκλημα που είχαμε κάνει είναι ότι ήρθαμε σε μία ξένη χώρα για να ένα καλύτερο μέλλον και δεν προλάβαμε να νομιμοποιηθούμε.
Ακούω με προσοχή τις ειδήσεις για τα κρατητήρια της Αμυγδαλέζας αυτές τις μέρες και έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν συμφωνώ με την απόφαση να κλείσουν. Αυτά ακούγονταν από πάντα, ακόμη και όταν εγώ ήμουν κρατούμενη. Σκέφτομαι ότι αν κλείσει η Αμυγδαλέζα πού θα πάνε όλοι αυτοί οι άνθρωποι. Το πιο πιθανό είναι να τους στείλουν σε διάφορα κρατητήρια σε όλη την Ελλάδα όπου οι συνθήκες είναι πολύ χειρότερες. Πριν με στείλουν στην Αμυγδαλέζα πέρασα κάποιες μέρες στο κέντρο κράτησης στη Μύκονο. Εκεί ήμασταν όλοι μαζί, άντρες και γυναίκες, μετανάστες και εγκληματίες, σε κελιά που είχαν σκατά στο πάτωμα και οι βιασμοί δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο. Με είχε καλέσει ένας αστυνομικός στο γραφείο του και να μου ζητούσε να του λέω σεξουαλικές ιστορίες, για να φτιάχνεται κάτω από το γραφείο. Δεν είμαι από τους ανθρώπους που φοβάμαι εύκολα, αλλά σκεφτόμουν «σου πήρε το κινητό», σταθερό δεν μας έδιναν, με είχε του χεριού του, και αν φώναζα μπορεί να έτρωγα και ξύλο, φοβήθηκα. Τουλάχιστον από την Αμυγδαλέζα ξεσπάνε κάποιες φωνές και ακούγεται η αλήθεια προς τα έξω και οι άνθρωποι που τα ακούνε ενδιαφέρονται. Πρέπει να αλλάξουν οι συνθήκες στην Αμυγδαλέζα, να ελέγχονται τακτικά, να προσλάβουν φύλακες που να έχουν υπομονή και να είναι επαγγελματίες και να φτιάξουν τον χώρο, να δημιουργήσουν ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης.
Εγώ γεννήθηκα σε μία μικρή χώρα και ήθελα να δω καινούρια πράγματα και να ταξιδέψω στον κόσμο και δεν μπορούσα. Τώρα αλλάζουν όλες αυτές οι χώρες, μπαίνουν στην Ευρώπη, αλλάζουν τα πράγματα και όλοι αυτοί που ήταν κάποτε παράνομοι δεν είναι πια. Είναι κρίμα γιατί καταστρέφονται ζωές και οικογένειες για λόγους πολύ χαζούς: σύνορα, πρώτη χώρα, δεύτερη χώρα, τρίτη χώρα. Είμαι κατά κάποιο τρόπο υπέρ της παγκοσμιοποίησης, τα κράτη πρέπει να θεσπίζουν νόμους για να προστατεύονται από την εγκληματικότητα αλλά οι άνθρωποι πρέπει να μπορούν να ζουν ελεύθεροι και με αξιοπρέπεια».
____________________
http://grekamag.gr/48949/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου